αμμοχωσιά

αμμοχωσιά
η
1) впадина, заполненная песком; 2) песчаные берега (реки)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμμοχωσιά" в других словарях:

  • αμμοχωσιά — η (Α ἀμμοχωσία) κοίλωμα γης γεμάτο άμμο που προέρχεται από χείμαρρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χῶσις < χώννυμι] …   Dictionary of Greek

  • ἀμμοχωσίας — ἀμμοχωσίᾱς , ἀμμοχωσία sand bath fem acc pl ἀμμοχωσίᾱς , ἀμμοχωσία sand bath fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμμοχωσίαν — ἀμμοχωσίᾱν , ἀμμοχωσία sand bath fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»